-
1 υγειονομικός
η, ό[ν] медицинский; санитарный;υγειονομικός σταθμός — санчасть; — медпункт;
υγειονομική υπηρεσία — медицинская служба;
η στρατιωτική υγειονομική υπηρεσία — военно-санитарная служба;
υγειονομικά όργανα — органы здравоохранения;
υγειονομικό αυτοκίνητο — санитарная машина;
υγειονομικός ιατρός — санитарный врач;
περνώ από υγειονομική επιτροπή — проходить медицинскую комиссию